Ρόζα Εσκενάζη
Του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Ρόζα Εσκενάζυ (Αθήνα, 1932) |
Ωχ, πάλι χάθηκε η μισότρελη γριά μέσα στους δρόμους της απέραντης Αθήνας. Και πάλι ο μπασκίνας της θα πάρει σβάρνα, σαν τρελός, όλα τα τμήματα, μέχρι να την ανακαλύψει. Μονάχα τότε η καρδιά του θε’ να ’ρθει στη θέση της. Θα τηνε φέρει στοργικά στο καλυβάκι της, κι εκεί θα προσπαθήσει να τη συνεφέρει, θα την ταΐσει, θα την ξεσκατώσει και θα τη βάλει σα μωρό να κοιμηθεί.
Ήταν η φημισμένη τραγουδίστρια του ’30, η ντίβα του παλιού λαϊκού τραγουδιού. Σε όλα τα καταστήματα δίσκων και γραμμοφώνων, η μποέμικη εικόνα της (σαν καλλονή της μπελ-επόκ) ξετρέλαινε τους μάγκες και τους βλάμηδες. Όλα δικά της: ο άντρας της πιασμένος έμπορος στη Σαλονίκη, ένας κουνιάδος της πολιτευτής, ο ένας της γιός αξιωματικός. Κι η Ρόζα, από καλωσύνες άλλο τίποτα: άρρωστες τραγουδίστριες να τις συμπαραστέκεται με χρήματα και γιατρικά, νέους εργάτες να τους βρίσκει θέση σε κανένα εργοστάσιο. Κάποτε, λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο, βοήθησε και κάποιον χωροφύλακα από την Κορινθία – ή μήπως ήτανε κρυφό ειδύλλιο; Κανείς δεν ξέρει.
Ύστερα ήρθαν συμφορές απανωτές, πόλεμος, πείνα, κατοχή. Η Ρόζα πια δεν ήταν ντίβα, μεσουρανούσαν άλλες. Άρχισαν να σαλεύουνε και τα μυαλά της. Τότε οι δικοί της την πετάξανε σ’ ένα μικρό καλύβι, στην άκρη της Αθήνας. Κακά γερατειά, το κοτέτσι της γεμάτο ποντίκια και κουράδια, κι αυτή να λερώνεται επάνω της, να ζει με τα συντρίμμια τής παλιάς της δόξας. Ώσπου την ανακάλυψε επιτέλους ο μπασκίνας της. Τώρα ήτανε φορτηγατζής, μ’ ένα σωρό αυτοκίνητα, μα την παλιά ευεργεσία (ή την παλιά αγάπη) δεν έλεγε να την ξεχάσει. Κίνησε γη και ουρανό για να τη βρει. Ήθελε να την πάρει σπίτι του στην Κορινθία, εκεί να ζει με όλα της τα αγαθά, μα η γριά πού να αφήσει το κοτέτσι της!
Μόνος του την υπηρετούσε και τη ντάντευε, μόνος του έκανε τη λάτρα στο καλύβι της, την τάιζε, την έλουζε, τη χτένιζε, την έβγαζε περίπατο, κι άμα θα έφευγε σε μακρινό ταξίδι, την εμπιστευόταν στις διπλανές γειτόνισσες. Τριάντα χρόνια, λένε, βάσταξε αυτή η ιστορία. Κι όταν η Ρόζα πέθανε, τρελή κι αλλοπαρμένη, την πήρε και την έθαψε στην Κορινθία, στο χωριό του.
Κερδίζεις την εμπιστοσύνη σου στον άνθρωπο, όταν μαθαίνεις τέτοιες ιστορίες.