Εισαγωγικά στην Καινή Διαθήκη
Η Αγία Γραφή (ή Βίβλος) είναι το “αλφαβητάρι” της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή αναφέρεται σε μια περιήγηση, μια περιπέτεια, σ’ ένα… ταξίδι· ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι, στο οποίο περιγράφεται η συνάντηση Θεού και ανθρώπου. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την περιγραφή μιας πορείας γεμάτης εκπλήξεις, ή μάλλον μίας συνοδοιπορίας.
Η περιπέτεια ξεκινά με το ταξίδι του Αβραάμ, ο οποίος αποχωρίζεται την πατρική του εστία, και μαζί με τη γυναίκα του, τη Σάρρα του, «ανοίγεται» σε άγνωστα και ξένα μέρη, έχοντας μοναδικό όπλο την πίστη και την αφοσίωση σ’ έναν Θεό, ο οποίος συνομιλεί μαζί του και εκείνος τον αναγνωρίζει και τον ευχαριστεί ως πρόσωπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Η εποχή του πατριάρχη Αβραάμ και τον άμεσων απογόνων του, του γιου του Ισαάκ και του εγγονού του Ιακώβ, εκτείνεται περίπου από το 1813 ώς το 1638 π.Χ. Το ταξίδι της Βίβλου φτάνει σ’ ένα σημείο κορύφωσης τα χρόνια της Καινής Διαθήκης, με το βιβλίο της Αποκάλυψης (95/96 μ.Χ.), για να συνεχιστεί μέσα στη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας.
Το ταξίδι του Αβραάμ, ο οποίος εγκαταλείπει την πατρική εστία και τα είδωλα που λατρεύονταν εκεί, συμβολίζει το πέρασμα από τον πολυθεϊσμό/πολυθεΐα στον μονοθεϊσμό.
Η συγγραφή της Παλαιάς Διαθήκης – της «Πρώτης Διαθήκης» - διήρκεσε περίπου μια ολόκληρη χιλιετία πριν από τη γέννηση του Ιησού Χριστού.
Το πρώτο χρονολογικά βιβλίο της Καινής Διαθήκης (Α΄ Επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς) συγγράφηκε περίπου το 50 μ.Χ. στην Κόρινθο, ενώ το τελευταίο (η Αποκάλυψη) στα τέλη του 1ου αι. μ.Χ. Το κεντρικό σημείο αναφοράς στην Καινή Διαθήκη είναι η παρουσία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού στη γη. Αυτή πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα, του Οκταβιανού Αυγούστου (27 π.Χ.-14 μ.Χ.): για 41 ολόκληρα χρόνια αυτός ο αυτοκράτορας έφερε τη γαλήνη, την τάξη, το αίσθημα της ασφάλειας, καθώς και κάποια ευημερία (pax romana) σε μια αυτοκρατορία πολυπολιτισμική, πολυθρησκευτική και «παγκοσμιοποιημένη».
Η Βίβλος δεν προσφέρει απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο Θεός∙ αυτό το οποίο κατά κύριο λόγο μαθαίνουμε μέσα από τη Βίβλο είναι το πώς δρα ο Θεός μέσα στην ανθρώπινη ιστορία.
Η Βίβλος δεν αποτελεί έναν κουραστικό μονόλογο του Θεού. Απεναντίας, σε αυτήν κυριαρχεί, από την αρχή μέχρι το τέλος της, το στοιχείο του διαλόγου. Μέσα στα βιβλία της Αγίας Γραφής, ο αναγνώστης συναντά τους ανθρώπους να διαλέγονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους: άλλοτε αντιλαλούν οι κραυγές διαμαρτυρίας προς τον Θεό για την αδικία που φαίνεται να θριαμβεύει∙ άλλοτε παρατηρούνται στιγμιότυπα έντονης διαφωνίας μεταξύ των πρωταγωνιστών, όπως π.χ. το 2ο κεφάλαιο της επιστολής Προς Γαλάτας, όπου ο Παύλος επιπλήττει τον Πέτρο.
Ο ρεαλισμός των βιβλικών διηγήσεων σημαίνει ότι τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα στα κείμενα της Βίβλου (όπως π.χ. ο Δαβίδ και ο Απόστολος Πέτρος) παρουσιάζονται με μεγάλες πτώσεις αλλά και ανατάσεις. Δηλαδή, σκιαγραφούνται όπως ακριβώς είναι στην πραγματικότητα, χωρίς ωραιοποιήσεις αλλά και χωρίς να αποκρύπτεται τίποτα, ούτε τα ελαττώματα αλλά ούτε και τα προτερήματα.
👉 Από το Βιβλίο Θρησκευτικών της Α΄ Γυμνασίου, σελ. 11-16.
Oλιγόλεπτη εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη [8΄]
Η Καινή Διαθήκη είναι το βιβλίο των Χριστιανών. Γράφτηκε περίπου μέσα σε πενήντα χρόνια, στο δεύτερο μισό του πρώτου αιώνα μετά τον Χριστό. Αποτελείται από 27 βιβλία που γράφτηκαν στη Ελληνιστική Κοινή, τη γλώσσα που χρησιμοποίησε και ο Μέγας Αλέξανδρος (τον 4ο αιώνα π.Χ.) για να διαδώσει τον ελληνισμό. Η Καινή Διαθήκη έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 1500 γλώσσες.
Τα ονόματα των συγγραφέων των βιβλίων της Καινής Διαθήκης είναι: Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης (οι τέσσερις Ευαγγελιστές), Παύλος, Πέτρος, Ιάκωβος και Ιούδας - όχι όμως ο διαβόητος Ιούδας Ισκαριώτης, αλλά ένας συνονόματός του, μαθητής και αυτός του Ιησού, ο Ιούδας Θαδδαίος ή Ιούδας του Ιακώβου. Παρόλα αυτά, οι έρευνες δείχνουν πως και άλλοι άνθρωποι συνέβαλαν στη συγγραφή της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο χρονικά βιβλίο της Καινής Διαθήκης θεωρείται η Α΄ Επιστολή του Παύλου προς τους Θεσσαλονικείς. Η ημερομηνία συγγραφής της συγκεκριμένης επιστολής εκτιμάται γύρω στο 52 μ.Χ. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη θεωρείται το τελευταίο έργο της Καινής Διαθήκης και γράφτηκε περίπου το 95 μ.Χ. Η Καινή Διαθήκη χωρίζεται σε τέσσερις κατηγορίες έργων: τα Ευαγγέλια, τις Πράξεις των Αποστόλων, τις Επιστολές και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Η λέξη Ευαγγέλιο σημαίνει τα καλά νέα, η καλή αγγελία. Αυτή η λέξη υπήρχε στα ελληνικά από την εποχή του Ομήρου. Τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης ονομάζονται Ευαγγέλια. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού, τη ζωή του, τη δράση του, το θάνατό του και την ανάστασή του. Η έλευση του Ιησού στη γη είναι η εκπλήρωση της υπόσχεσης του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη για τον ερχομό του Μεσσία. Η έλευση του Μεσσία/Χριστού με σκοπό τη σωτηρία της ανθρωπότητας είναι αυτά τα καλά νέα. Σύμφωνα με την έρευνα του Γερμανού φιλολόγου Καρλ Λάχμαν, το Ευαγγέλιον κατά Μάρκον είναι το παλαιότερο χρονικά Ευαγγέλιο στην ιστορία. Αυτή η έρευνα διαφέρει από την άποψη των παλαιότερων ερμηνευτών, που θεωρούσαν πως το Ευαγγέλιον κατά Ματθαίον είναι το πρώτο Ευαγγέλιο.
Έχουν προταθεί διάφορες ημερομηνίες για τη συγγραφή των ευαγγελίων. Η πιο αποδεκτή ημερομηνία για το Ευαγγέλιον κατά Μάρκον είναι γύρω στο 70 μ.Χ. Ακολούθησαν τα ευαγγέλια των Ματθαίου και Λουκά γύρω στο 80 μ.Χ., χωρίς να είναι ξεκάθαρη η σειρά τους. Το πιο πρόσφατο είναι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, που γράφτηκε στο τέλος του πρώτου αιώνα μ.Χ. και παρουσιάζει τον Ιησού ως τον Υιό του Θεού. Ο Ματθαίος τον παρουσιάσει ως τον Μεσσία, ο Λουκάς ως σωτήρα, και ο Μάρκος ως τον δούλο του Θεού, που υποφέρει και ταυτόχρονα είναι Υιός του Θεού. Και τα τέσσερα ευαγγέλια μαζί συμπληρώνουν την εικόνα του Ιησού Χριστού.
Ο Λουκάς ήταν σημαντικός συνεργάτης του αποστόλου Παύλου. Το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων είναι ο δεύτερος τόμος του έργου ευαγγελισμού του Λουκά. Οι διδασκαλίες του Ευαγγελίου του Λουκά εφαρμόστηκαν από τους αποστόλους σε αυτόν τον δεύτερο τόμο. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει το έργο του αποστόλου Πέτρου, τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό και τα συναρπαστικά ταξίδια του αποστόλου Παύλου, τα γεγονότα της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων, καθώς και τις πράξεις του Στεφάνου και άλλων αποστόλων. Σύμφωνα με το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, το Ευαγγέλιο κηρύσσεται στα Έθνη. Ο Χριστός είναι ο Σωτήρας όλης της ανθρωπότητας και δεν περιορίζεται μόνο στους Εβραίους. Έχουν προταθεί διάφορες ημερομηνίες για τη συγγραφή αυτού του έργου, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε γράφτηκε ακριβώς. Ωστόσο, είμαστε βέβαιοι ότι γράφτηκε μετά από το Ευαγγέλιο του Λουκά. Υπάρχουν ερμηνευτές που τοποθετούν τη συγγραφή των Ευαγγελίων και των Πράξεων πριν από το 70 μ.Χ. και οι οποίοι ισχυρίζονται ότι ένα τόσο σημαντικό γεγονός όπως η καταστροφήτου Ναού των Ιεροσολύμων από τους Ρωμαίους δεν θα μπορούσε να έχει παραλειφθεί από τον Λουκά. Ο Λουκάς προσπαθούσε να είναι πάντα ακριβής στις ιστορικές του αναφορές.
Επίσης, η Καινή Διαθήκη αποτελείται και από 21 επιστολές. Η επιστολή είναι ένα είδος επικοινωνιακού λόγου προς τον έναν παραλήπτη. Οι 14 αποδίδονται στον Απόστολο Παύλο, με μια αμφιβολία σχετικά με την Επιστολή προς τους Εβραίους. Δύο επιστολές φέρουν το όνομα του Αποστόλου Πέτρου. Τρεις φέρουν το όνομα του Αποστόλου Ιωάννη. Δύο φέρουν τα ονόματα των αδελφὀθεων Ιούδα και Ιακώβου. Απόστολος σημαίνει το πρόσωπο που έστειλε ο Θεός για να επιτύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Εκκλησία θεωρείται ως η κοινότητα των πιστών Χριστιανών.
Οι επιστολές του Παύλου απευθύνονται σε Εκκλησίες, πρόσωπα και έθνη. Ο σκοπός αυτών των επιστολών είναι να διδάξουν, να κηρύξουν, να αντιμετωπίσουν προβλήματα μέσα στις κοινότητες, να ενισχύσουν πνευματικά και να παροτρύνουν σε βοήθεια προς άλλες κοινότητες που είχαν οικονομικά προβλήματα. Ο Παύλος έστειλε επιστολές στις Εκκλησίες της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης, της Ρώμης, της Εφέσου, των Κολοσσών και των Φιλίππων. Επίσης, απεύθυνε οδηγίες στους συνεργάτες του Τιμόθεο και Τίτο σχετικά με τη χριστιανική διδασκαλία στις Εκκλησίες όπου αυτοί ήταν ηγούμενοι. Επιπλέον, ο Παύλος έστειλε και μια προσωπική επιστολή στον χριστιανό Φιλήμονα, για να συστήσει έναν πρώην αμαρτωλό και μετανοημένο, τον Ονήσιμο.
Οι υπόλοιπες επιστολές ονομάζονται Καθολικές, γιατί απευθύνονται στην καθολική κοινότητα και όχι σε κάποια συγκεκριμένη εκκλησία. Σ’ αυτή την κατηγορία μπορούμε να εντάξουμε και την Επιστολή προς Εβραίους. Σκοπός των καθολικών επιστολών ήταν ο ίδιος με αυτόν των επιστολών του Παύλου. Οι χρόνοι και τα μέρη που γράφτηκαν διαφέρουν. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι γράφτηκαν σε διάφορες περιόδους κατά το δεύτερο μισό του πρώτου αιώνα μ.Χ.
Τέλος, το βιβλίο της Αποκάλυψης είναι το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Θεωρείται ότι το έγραψε ο απόστολος Ιωάννης, μαθητής του Ιησού, αν και η ταυτότητα του συγγραφέα έχει αμφισβητηθεί. Ο Ιωάννης έγραψε την Αποκάλυψη όταν βρισκόταν εξόριστος στη νήσο Πάτμο, στην εποχή του Αυτοκράτορα Δομιτιανού, στο τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. Το βιβλίο της Αποκάλυψης ανήκει σε ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, αυτό της αποκαλυπτικής γραμματείας. Ο όρος «αποκάλυψη» αναφέρεται στη φανέρωση μιας κρυμμένης πραγματικότητας. Τα αποκαλυπτικά κείμενα δίνουν κυρίως πληροφορίες για πράγματα που δεν έχουν συμβεί ακόμα και αφορούν το μέλλον της ανθρωπότητας. Ο τρόπος συγγραφής της Αποκάλυψης είναι ιδιαίτερος: παρόν, παρελθόν και μέλλον αναμειγνύονται. Βρίσκουμε πολλά μεταφορικά (αλληγορικά) στοιχεία, ποίηση, σύμβολα, εικόνες, γεγονότα και υπερβατικές έννοιες. Παρ’ όλα αυτά, είναι εντυπωσιακό το ότι δεν είναι το πιο γραμματικά ολοκληρωμένο έργο της Καινής Διαθήκης.
Η Αποκάλυψη έχει ερμηνευτεί στο παρελθόν κυρίως με τέσσερις τρόπους:
- Παρελθοντικά, δηλαδή ότι αναφέρεται σε γεγονότα που συνέβησαν την εποχή που γράφτηκε.
- Μελλοντολογικά, δηλαδή ότι μιλάει για γεγονότα που δεν έχουν συμβεί ακόμα.
- Ιστορικά, που συνδυάζει τις δύο προηγούμενες θεωρίες, περιγράφει το τέλος του κόσμου ως μια μεγάλη περίοδο γεμάτη γεγονότα, από την εποχή της Ρώμης μέχρι το τέλος της ανθρωπότητας.
- Τέλος, έχει προταθεί και η αλληγορική ερμηνεία, που σημαίνει ότι το βιβλίο της Αποκάλυψης δεν περιγράφει ιστορικά γεγονότα, αλλά παρουσιάζει τις αλήθειες της εκκλησίας με συμβολικό τρόπο. Όποια κι αν είναι η αλήθεια απ’ όλα αυτά, το σίγουρο είναι ότι η Αποκάλυψη είναι ένα εκπληκτικό έργο, και ο τρόπος που έχει γραφτεί την κάνει κατάλληλη για κάθε εποχή.