Ἡ λογικὴ ἀρχίζει μὲ τὸν ἔρωτα

«Ἂν πρέπει νὰ πῶ: ὑπάρχει ἢ δὲν ὑπάρχει ὁ Θεός, θὰ εἶμαι πιὸ κοντὰ στὴν ἀλήθεια Του λέγοντας πὼς δὲν ὑπάρχει, ἀφοῦ εἶναι κάτι ἐντελῶς ἄλλο ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἐγὼ ξέρω ὡς ὕπαρξη». Ὁμολογία εὐτολμότατη Μάξιμου τοῦ Ὁμολογητῆ.

Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν δεδομένο τῆς νευτώνειας φυσικῆς, δὲν θὰ ὑπῆρχε λογικὸς ἄνθρωπος. Κι αὐτό, γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ ἕνα βρέφος δὲν θὰ εἰσαχθεῖ ποτὲ στὸν κόσμο τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων, στὸν ἀνθρώπινο κόσμο, ἂν ἡ μάνα τὸ κρατάει μέρα νύχτα στὴν ἀγκαλιά της καὶ τοῦ δίνει τὸ στῆθος της. Γεννιόμαστε στὴ γλώσσα καὶ στὴ νόηση ἐπειδὴ στὸν ὁρίζοντα τῆς βρεφικῆς ἐποπτείας ἡ μάνα εἶναι καὶ χαρὰ παρουσίας ἀλλὰ καὶ ὀδύνη ἀπουσίας — ἐπειδὴ ἡ ἐπιθυμία τροφῆς εἶναι πόθος σχέσης. Ἕνας Θεὸς ὑποχρεωτικὰ δεδομένος θὰ καταργοῦσε τὶς προϋποθέσεις νὰ μεταποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία σὲ αἴτημα, ὁ πόθος σὲ γλώσσα καὶ σύμβολα, σὲ λόγο καὶ λογική.

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικὸς ἐπειδὴ εἶναι ὕπαρξη ἐρωτικὴ (desidero εἶναι τὸ φροϋδικὸ cogito, λέει ὁ Λακάν) καὶ εἶναι ὕπαρξη ἐρωτικὴ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπουσία. Ὅμως ἀπουσία σημαίνει ζωτικὴ στέρηση, ἐπώδυνη δίψα, σκοτάδι ἀλγεινό.


👉 Ἀποσπάσματα ἀπό ἐπιφυλλίδα του Χρίστου Γιανναρᾶ, δημοσιευμένη τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, 27/4/2003, καὶ ἀναδημοσιευμένη στὸ ὁμότιτλο βιβλίο του.