Together we stand, divided we fall
Κείμενο του Βασίλη Κωτσάκη [14 Αυγούστου 2025]
Together we stand, divided we fall
Τρομακτικό πράγμα η φωτιά. Τρομακτικό. Πρώτη φορά την έζησα δυστυχώς από πολύ κοντά, είδα πως είναι να φοβάσαι και για την ζωή σου αλλά και για το σπίτι σου.
Το πλάνο ήταν ένα εξ αρχής. Παίρνω τα σκυλιά στο αμάξι και φεύγουμε. Τίποτα άλλο. Τελικά πήρα και κάτι χαρτιά μαζί με δύο σκληρούς δίσκους με φωτογραφίες σχεδόν της μισής μου ζωής. Α, πήρα και ένα πινακάκι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο. Δεν έχω ιδέα γιατί.
- Βασίλη, εκτός από το λάστιχο που βλέπω, υπάρχει κάπου αλλού νερό στο κτήμα;
Αυτό είναι το τηλεφώνημα του φίλου μου του Γιάννη. Ο Γιάννης, γυρνώντας από τα Λουσικά, είχε πάει να δει αν υπάρχει πρόβλημα με την πεθερά του· αποφάσισε να περάσει και από το κτήμα μου να δει, την ώρα της φωτιάς. Πήδηξε από την μεγάλη πόρτα μπροστά και έψαχνε τρόπο να σβήσει ό,τι μπορεί, με όποιον τρόπο μπορεί. Βεβαίως νερό δεν υπήρχε. Και κάηκε η μεγάλη αποθήκη-γκαράζ με πολλά πράγματα της ζωής μου μέσα. Μαζί όλα τα λουλούδια. Και 5-6 δέντρα.
Και η φιστικιά μέσα σε αυτά.
Αυτή η φιστικιά με τα ωραιότερα Αιγίνης που 'χω φάει ποτέ. Θα μου πεις τα έβλεπες νόστιμα επειδή ήταν δικά σου.
Όχι, ήταν τα πιο νόστιμα. Και πλέον δεν θα είναι. Και κάπως με πειράζει.
Αλλά δεν θέλω να σταθώ σε αυτά. Θέλω να σταθώ στον Γιάννη και τον κάθε Γιάννη της ζωής μου που εμένα με έκαναν να κλαίω σαν παιδί.
Στην Σμαρώ με το μήνυμα «σου φέρνω αύριο τα κλειδιά της Αρόης, εμείς είμαστε στη Ροδινή, μείνε στο σπίτι όσο θέλεις».
Στον Πάρη απ' την Αθήνα με το τηλεφώνημα «τα μαζεύω κι έρχομαι να καθίσουμε μαζί, να σε βοηθήσω».
Στον Ηρακλή και τον Πάνο για την βόλτα το πρώτο δύσκολο βράδυ. Και την Νάνσυ για την αγκαλιά έξω απ' τα καμένα.
Στον Άγγελο που τον έβρισα γιατί είχε αγχωθεί τόσο πολύ που με έπαιρνε κάθε μια ώρα.
Στην Σοφία που έστειλε πρώτη. Και την άλλη Σοφία που θέλει να κάνουμε μπίζνες, γιατί θεωρεί ότι βρήκα μαγικό υλικό και δεν καίγονται τα σπίτια.
Στα παιδιά του Ορειβατικού, αυτά τα παιδιά που είναι μια έξτρα οικογένεια για μένα. (Αγγελική με έπαιρνες, θα σε πάρω, μην με αποκλείσεις από την Επίδαυρο)
Στον Σπύρο, που πήρε πριν ακόμα πάρει διαστάσεις, και που δυστυχώς δεν θα βολτάρουμε στο Ιόνιο, ούτε θα τους κάνω παρέα στον άχαρο γυρισμό στον Πατραϊκό.
Στον Μαρώ, τον δάσκαλο, που πάντα θα έρθει στις πιο σκοτεινές μου στιγμές αθόρυβα και με το καταλυτικό χιούμορ, και στον Παναγιώτη, που είναι ισάδελφοι αμφότεροι.
Στην Πέπη, που το σηκώνω και η πρώτη λέξη είναι: «σου έχω έτοιμα τα δυο Navara της δουλειάς, ερχόμαστε κάτω τώρα».
Στα ξαδέρφια μου με την τόση συμπαράσταση. Στα αδέρφια μου, τα ανίψια μου, που κλαίγανε μην πάθουν κάτι τα σκυλιά, την Βίλλυ, τον Θανάση.
Στον Ηλία με το «έχω τώρα δυο χιλιάρικα, έλα πάρ’ τα», στην Μέμα με τα ωραία λόγια, που έχουμε κάνει τρομερό ξημέρωμα στο κτήμα μετά από ξενύχτι, στην Κανέλλα, που ξέρει, στην Βασούλα, με τα τόσα τηλεφωνήματα και την αγωνία.
Στην κυρά-Βάσω, την τρομερή και τόσο ταλαιπωρημένη γειτόνισσά μου, με το: «μην ανησυχείς, παιδί μου καλό, μαζί θα τα φτιάξουμε, μαζί».
Και αυτό το μαζί είναι που εμένα με διαλύει. Μου κόβει τα πόδια. Και το «ό,τι χρειαστείς». Που το άκουσα από όλους. Και ξέρω πως το εννοούσαν.
Από τον καλό μου γείτονα στο μαγαζί τον Γιώργο, που με πήρε απ' έξω, την Χρύσα, με το «είμαι εδώ για σένα», και τον Χρήστο, που με ταρακούνησε νωρίς.
Απ' τον Αλέξανδρο, με τα τρία άδεια δωμάτια πάνω απ' το φαρμακείο για να «έχω χώρο», την Καλλιόπη, που έστελνε και δεν απαντούσα, και με πήρε διακοπευομένη και ανήσυχη, τα ίδια και η Μαρίνα, την Ελευθερία (μην πω πώς την φωνάζουμε στο γκρουπ...), που μού 'λεγε όλα θα γίνουν και ταυτόχρονα μού 'δινε ραπόρτο για το τι παίζει με των υπολοίπων τα σπίτια, βεβαίως και όλα τα καλόπαιδα του Κλαυσίγελου, τον Κώστα, που ήθελε να έρθει στο μαγαζί για βοήθεια, αλλά έχει τον ανθρωποδιώχτη.
Την Ελένη, που θεωρεί ότι είναι γκαντέμω και ευθύνεται, λέει, την Αλίκη, με αυτή την ηρεμία που τσακίζει, τις φίλες και φίλους Αθηναίους.
Τον Αδάμ και τον Νίνο, τους καλούς συνάδελφους, καθώς και τον Στέλιο τον συνεργάτη μου εδώ και χρόνια.
Τον Νίκο με τα πολλά μηνύματα στήριξης, τον Γιάννη και όλα τα παιδιά του Κακόβατου για όλες τις ευχές, την Ειρήνη και την Νάνσυ που βρήκε ότι γιόρταζε εκείνη τη μέρα ο Άγιος Ανίκητος και που τελικά νίκησε η αγάπη, το ενδιαφέρον και η αλληλεγγύη.
Θα μου πεις, δεν ήξερες; Βέβαια και ήξερα, νομίζω ότι οι άνθρωποι που έχω επιλέξει να πορεύομαι δεν θα έκαναν κάτι λιγότερο.
Αλλά την δύσκολη ώρα, την σκοτεινή αυτή στιγμή της απόγνωσης, που αφήνεις κάτι που έχεις αγαπήσει τόσο πολύ και δεν ξέρεις τι θα βρεις γυρνώντας, αυτές οι λέξεις συμπαράστασης σε γεμίζουν.
Και του χρόνου που το κτήμα θα είναι πάλι όπως πρέπει, θα μαζευτούμε ξανά στον ξυλόφουρνο μαζί για ρεβιθάδες και ψωμιά ζυμωτά και κόκορες και κρύες μπύρες και τσίπουρα, γιατί μόνο έτσι έχει αξία.
Μαζί.
ΥΓ1: Στην επόμενη φωτιά, και αν ξαναγοράσω μηχανή, θα το σκεφτώ πολύ να την ξαναθυσιάσω για τα σκυλιά. Καμία αλλαγή, ίδια συμπεριφορά, εξαιρετικά κακομαθημένα.
ΥΓ2: Είναι τόσοι πολλοί που ενδιαφέρθηκαν, μου βγαίνει ποτάμι το κείμενο, μην με παρεξηγήσουν όσοι δεν έγραψα, είμαι και σε ένα χάος, θα γίνονται updates. Και σε όσους δεν το σήκωσα, μην με παρεξηγούν. Θα τους πάρω εγώ έναν-έναν.
Ξανά, Together we stand, divided we fall, και ξανά!