Σταῦρος Ζουμπουλάκης: Ἀδυσώπητη ζωή «Τὸ Μυρολόγι τῆς φώκιας»

Ὁ Παπαδιαμάντης, ὅπως καὶ ὁ Μπρέγκελ, χωρὶς νὰ ὑψώσει οὔτε μιὰ στιγμὴ τὴ φωνή του, μιλάει γιὰ τὴν ἀδυσώπητη δύναμη τῆς ζωῆς, ποὺ δὲν τὴ σταματάει κανένας πόνος καὶ κανένας θάνατος, ποὺ τραβά τὸν δρόμο της δίχως σταματημό, πιὸ σκληρή, ἔχεις τὴν ἐντύπωση πολλὲς φορές, καὶ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ θανάτου ἢ τὴ στιγμὴ τοῦ μεγάλου πόνου, θέλεις ἡ φύση καὶ ἡ ζωὴ νὰ σταματήσουν γιὰ λίγο τὴν κανονικὴ πορεία τους, νὰ συμπονέσουν καὶ νὰ συμμεριστοῦν ἤ, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ τὸν τρόπο τοῦ δημοτικοῦ μοιρολογιοῦ, τὰ βουνὰ νὰ βουρκώσουν καὶ τὰ πουλιὰ νὰ πάψουν νὰ κελαηδοῦν τὸν Μάη. Ὁ κόσμος ὅμως καὶ ἡ ζωὴ εἶναι τροχὸς ποὺ γυρίζει ἀσταμάτητα καὶ ἀσυμμέριστα. Ἡ ἀθώα Ἀκριβούλα πεθαίνει καὶ ὅλα συνεχίζονται σὰν νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ τίποτε: ἡ γολέτα ἐξακολουθεῖ νὰ βολταντζάρει, ὁ μικρὸς βοσκὸς ἐξακολουθεῖ νὰ φυσᾶ τὸν αὐλό του καὶ ἡ γρια-Λούκαινα ἐξακολουθεῖ τὸν δρόμο της «ἐπιστρέφουσα κατ’ οἶκον» καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ θρηνολογεῖ περασμένους θανάτους. Ὅλα τραβοῦν τὸν κανονικὸ δρόμο τους, ἀνελέητα κανονικό. Ἡ ἐννιάχρονη Ἀκριβούλα πνίγεται δίπλα τους καὶ δὲν τὸ παίρνει εἴδηση κανείς. Κανεὶς δὲν συμμερίζεται τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου της. Μήτε θὰ βρεῖ κανεὶς τὸ νεκρὸ κορμάκι της, ἀφοῦ πρόκειται νὰ γίνει τὸ δεῖπνο τῆς φώκιας.
Ὁ θάνατος, ὁ «χάρος ὁ ἀχόρταστος», εἶναι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου. Ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ ἐπικείμενος, ἔρχεται σὰν τὸν κλέφτη μέσα στὴ νύχτα, αἰφνίδιος, ἀπροσδόκητος, στὰ καλὰ καθούμενα. Ἐνεδρεύει παντοῦ. Ἡ ἴδια ἡ ζωή, μᾶς λέει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ «Μυρολόγι», μοιάζει νὰ εἶναι μιὰ καλοστημένη παγίδα θανάτου, οἱ πιὸ θελκτικὲς πλευρές της εἶναι θανατερὰ βρόχια. Ἂν ὁ Ἴκαρος τοῦ Μπρέγκελ τιμωρεῖται ὡς ἀνυπάκουος, ἀσύνετος ἢ ὑπερφίαλος, ἡ Ἀκριβούλα εἶναι ὁλότελα ἀθώα. Πηγαίνει νὰ βρεῖ τὴ μάμμη της, «νὰ παίξῃ ὀλίγον εἰς τὰ κύματα», γοητεύεται ὅμως ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς φλογέρας, ὁ ὁποῖος καλύπτει τὸ μοιρολόγι τῆς γρια-Λούκαινας, καὶ ξεστρατίζει. Χαίρεται νὰ ἀκούει τὸν αὐλὸ καὶ «νὰ καμαρώνῃ τὸν μικρὸν βοσκόν», καὶ αὐτὸ τὴν ὁδηγεῖ στὸν θάνατο, χωρὶς τίποτε νὰ τὸν προμηνύει, ἐντελῶς παράλογα. [...] Στὸ «Μυρολόγι» δὲν ὑπάρχει κανένας ὁρατὸς κίνδυνος, ἡ Ἀκριβούλα ἀκολουθεῖ τὰ ἴχνη τῆς χαρᾶς καὶ ὁδηγεῖται στὸν θάνατο, θέλει νὰ παίξει καὶ πεθαίνει.

Από το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, Ο στεναγμός των πενήτων. Δοκίμια για τον Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2016, σελ. 13-22.

Post popolari in questo blog

Η παραβολή της τελικής κρίσης

Μάσιμο Ρεκαλκάτι: «Η νύχτα της Γεθσημανής»