Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα: Ἡ ἀλήθεια «τοῦ δρόμου»

Το Θανάση Παπαθανασίου

 

Εἰκόνα του Γιώργου Κόρδη

ταν σύγχρονος νθρωπος μιλάει γιά τό θάνατο, ννοε κάτι πού βρίσκεται στό τέρμα τς ζως, γιά κάτι πρίν πό τό ποο πάρχει ζωή. Συμφωνομε τι ατό πού συμβαίνει στό τέλος εναι θάνατος. μως, ατό πο πάρχει πρίν πό τό θάνατο, εναι ζωή;

λλά πόση ζωή εναι μία μίζερη παρξη πο εναι βυθισμένη στόν τομισμό, στίς πρόσωπες πόλεις, ο νθρωποθυσίες στό βωμό τς τομικς καριέρας, ν νθρωπος εναι να ν μέ μερομηνία λήξης;

Ατό πού νομάζουμε ζωή πολύ συχνά δέν εναι παρά δεσποτεία το θανάτου. ντί θάνατος νά βρίσκεται στό τέρμα, διαποτίζει, δηλητηριάζει καί μεταλλάσσει τή ζωή. λα ατά σημαίνουν πιβίωση δίχως νόημα, α-νόητη. Δέ περιέχει κάτι κρηκτικό, κάποιον πού ν’ λλάξει τά πράγματα, δέν χει λπίδα.

Μέσα σ’ ατή τή μαυρίλα, τό λάχιστο πού χουμε νά κάνουμε εναι ν’ φουγκραστομε τίς ντιστασιακές φωνές. Μία τέτοια φωνή πού πρόκειται ν’ κουσθε ατές τίς μέρες στούς δρόμους. ν τή δομε σάν θιμο, θά τή χάσουμε. ν συλλογιστομε μέ φιλότιμο, θά βρομε ναν μπαξέ.

Πρόκειται γιά τά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Κάλαντα εναι νάχεις κάτι νά πες καί νά βρες κάτι πολύτιμο γιά τή ζωή σου καί νά καίγεσαι νά τό μοιραστες. Κάλαντα εναι μιά διάθεση συνάντησης σέ μιά κοινώνητη κοινωνία. Κάλαντα εναι ν’ νοίγεις τήν πόρτα το σπιτιο σου γιά νά ξεχυθες στούς δρόμους νά ναζητήσεις τόν λλο, νά το χτυπήσεις τήν πόρτα καί ν’ ποζητήσεις τό πρόσωπό του. Κάλαντα εναι νά μετατρέψεις τίς πόρτες πό ταφόπλακες σέ νοίγματα ζως. Κάλαντα εναι προσκόμιση μίας εδησης, τι λπίδα ρχεται πό μεθαριο, πό μία συνάντηση. Μεθαύριο, 25 Δεκεμβρίου, νθρωπος παύει νά προορίζεται γιά τή χωματερή, λλά συναντιέται μέ τό Θεό, γίνεται σάρκα Θεο. Γίνεται κοινωνός νός τρόπου παρξης, τόν ποο τόν προσφέρει νας Θεός μεθυσμένος πό γάπη γιά τόν νθρωπο, σέ τέτοιο σημεο πού φήνει τά μεγαλεία γιά νά σαρκωθε μέσα σέ ναν στάβλο!

Νά τά πομε;

Τά κάλαντα εναι ποζήτηση μίας πικοινωνίας μέ τόν λλο. χουμε νά το πομε κάτι, λλά δέν παραβιάζουμε τ’ ατιά του καί τήν λευθερία του. Εναι σάν νά το λέμε: «δελφέ, μες πιστεύουμε σέ κάτι, πού τό θεωρομε σπουδαο καί πού νοιώθουμε πώς δίνει σέ μς νόημα σέ κάθε στιγμή μας. Σκεφτόμαστε νά σού τό πομε, κι σύ διαλέγεις καί παίρνεις. Νά τά πομε, λοιπόν;»

Καλήν μέραν, ρχοντες!

Τό χετε προσέξει; Δέν πάρχουν ξεχωριστά κάλαντα γιά ρχοντες καί χωριστά γιά τό λαό. λοι ποκαλονται ρχοντες καί τό σπίτι τούς ποκαλεται ρχοντικό. Τά κάλαντα κομίζουν να ραμα, μία κοινωνία ρχοντάδων δίχως ποτελες, δούλους καί ξαθλιωμένους. Εναι να ραμα μπνευσμένο πό τό μεδούλι τς κκλησίας, πό ναν Θεό πού προσφέρει τόν διο τόν αυτό Του σέ λους χωρίς νά μονιμοποιε τήν ταξική δικία. Ατή τήν προσφορά Του μες τή λέμε Θεία Εχαριστία. Καί ταν τραγουδμε: Χριστός γεννται σήμερον, κυριολεκτομε. Τά Χριστούγεννα δέν εναι πλς ναπόληση νός μακρινο πα    +ρελθόντος. Εναι δυνατότητα το σημερινο νθρώπου νά γίνει μέτοχός της Βηθλεέμ σήμερα, νά μεταμορφωθον ο πρτες λες τς ζως μας, τό ψωμί καί τό κρασί, σέ Σμα καί Αμα Ατο πού γεννήθηκε ν Βηθλεέμ τ πόλει.

Χαίρει κτίσις λη!

Τά κάλαντα ποτυπώνονουν τήν πίστη τς κκλησίας, τι σάρκωση το Χριστο μπολιάζει μέ ζωή τό σύμπαν.

Κοιτάξτε τή Βυζαντινή εκόνα τς Γέννησης: Τά βράχια εναι ζωγραφισμένα πού νά στρέφονται πρός τόν Χριστό, τά δένδρα χαμηλώνουν κ.λ.π. Τά πάντα συμμετέχουν. Τά κάλαντα μαρτυρον τι τό περιβάλλον εναι φάνταστα περισσότερο πό ντικείμενο στυγνς κμετάλλευσης.

 

ταν θά κτυπήσουν τήν πόρτα μας τά παιδιά τν καλάντων, ς μήν τά ποπάρουμε. Εναι, θελητά θέλητά τους, ληθινοί ντάρτες τν πόλεων σήμερα. Μπορε κίνητρό τους νά εναι παραξενιά κι χαρά το θίμου, μπορε καί τό χαρτζιλίκι πού ποκομίζουν. Τό θέμα εναι τι στά χέρια τούς κρατιέται μία πόθεση, πού μακάρι νά βιωθε κάποτε σέ λες της τίς διαστάσεις. Διότι, σο κόμη παίρνει τούς δρόμους λήθεια τν καλάντων, κι σο ντηχε τό κάλεσμά τους σέ να λλιώτικο, γαπητικό τρόπο ζως, ο χαρες πόλεις μας δέν χουν πάρει κόμη διαζύγιο πό τήν λπίδα. Δέν χουν θαφτε κόμα στό νέραστο μπαλάζ το καταναλωτισμο, τν βιτρινν, τν ρεβεγιόν δίχως προσδοκία το αριο, τν «Χριστουγέννων χωρίς Χριστό».

 

Καλά Χριστούγεννα σέ λες καί λους!