Φαρισαίος: 1. Μέλος, οπαδός θρησκευτικής (και πολιτικής) ιουδαϊκής αίρεσης με άκρα προσήλωση στους τύπους του νόμου και της λατρείας. Οι Φαρισαίοι ήταν συνήθως γραμματείς και νομοδιδάσκαλοι. 2. Άτομο που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από την επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων (της ηθικής, της ευγένειας κτλ.)· υποκριτής. ΦΡ. Γραμματείς και φαρισαίοι: για ανθρώπους υποκριτές.
Φαρισαϊκός -ή -ό [ΜΤΦ]: Που χαρακτηρίζει, που ταιριάζει σε άτομο με επιφανειακή και υποκριτική τήρηση των τύπων, υποκριτικός. Φαρισαϊκοί τρόποι.
Κήρυγμα[16΄] από τον π. ΧαράλαμποΚοπανάκη, στις 25 Φεβρουαρίου 2024.
Ψώνιζε ο Χριστός από φανταχτερές βιτρίνες;. Οχι. Ψώνιζε με κριτήριο την ουσία. Ουσία και βιτρίνα, δεν είναι πάντα ταυτόσημα, όταν μιλάμε για ανθρώπους. Πολλές φορές έβρισκε διαμάντια, κρυμμένα πίσω από άθλιες βιτρίνες. Και, καθόλου σπάνια, έβλεπε βρωμιά και δυσωδία πίσω από λαμπερές βιτρίνες.
Η Θεία Λειτουργία, είναι βιτρίνα ατομικής ευλάβειας; Συμφορά μας. Η Θεία Λειτουργία, θεολογικά, είναι η συγκρότηση σε σώμα του εκκλησιαστικού οργανισμού, που ανοίγεται στην προοπτική των εσχάτων, της προπτωτικής δηλαδή πραγματικότητας, που ατενίζουμε από την εξορία της πτώσης.
Διαφοροποιήσεις, διχασμοί, ατομικότητες καταργούνται στην Ευχαριστία και τη θέση τους λαμβάνει η συμπερίληψη, η αποδοχή, η αγάπη της ετερότητας, της πολυμορφίας - όχι ως κατάρας, αλλά ως πλούτου και ευλογίας. Δεν είμαστε στη Λειτουργία για να στοχοποιήσουμε άλλους. Δεν μετέχουμε στη Λατρεία, επειδή έχουμε φωτιστεί και ζητάμε να φωτιστούν αυτοί που ζουν στο σκοτάδι. Μετέχουμε, όχι για να καταγγείλουμε τους άλλους, αλλά για να προσφέρουμε την οικουμένη ολόκληρη, μέλη της οποιας είμαστε και οι ίδιοι, στον Θεό. Η Ευχαριστία, θεολογικά, αποτελεί πρόγευση του Παραδείσου. Δύναται όμως να παραμορφωθεί σε κόλαση, την στιγμή που θα την ερμηνεύσουμε ως πασαρέλα εναρέτων.