Εισαγωγικές παρατηρήσεις παλαιοδιαθηκικής ερμηνευτικής
Αποσπάσματα από τη συνέντεξη του καθηγητή Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, ομότιμου καθηγητή Παλαιάς Διαθήκης και Βιβλικής Εβραϊκής Γλώσσας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στην εκπομπή της ΕΡΤ3 Χαρά Θεού, με θέμα «Σύμπαν, επιστήμη και θρησκεία» (17 Μαρτίου 2017).
[00:55-05:35 | 5΄]
H Παλαιά Διαθήκη είναι μια συλλογή 49 βιβλίων που δεν γράφηκαν την ίδια εποχή ούτε από έναν άνθρωπο, αλλά έχει μια πολύ μακρά ιστορία πίσω του, ιστορία αιώνων. Τα πρώτα κείμενα της καταγράφονται ήδη από τον 10ο ή 11ο π.Χ. αι. και η συγγραφή και έκδοση του συνόλου των βιβλίων που απαρτίζουν τη συλλογή εκτείνεται μέχρι και τον 1ο π.Χ. αι. Όλους αυτούς τους δέκα αιώνες, επομένως, έχουμε κείμενα τα οποία καταγράφονται, επαυξάνονται, επανεκδίδονται∙ τα πιο πολλά από αυτά βεβαίως προέρχονται από προφορικές παραδόσεις, οι οποίες σε κάποια εποχή καταγράφονται∙ έχουμε δηλαδή μια διαδικασία διαμόρφωσης του κειμένου η οποία κρατάει περίπου 10 αιώνες. Στη μορφή λοιπόν που το έχουμε σήμερα, είναι ένα κείμενο το οποίο προέρχεται περίπου έναν αιώνα πριν από την εποχή του Χριστού [εργο πολυσυλλεκτικο].
Είναι πάρα πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι η Αγία Γραφή στο σύνολό της είναι μια συλλογή κειμένων τα οποία αντικατοπτρίζουν τις αντιλήψεις, τις απόψεις, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο, ή σκέφτονταν σε διάφορες εποχές [κοσμοθεωρια]. Αντικατοπτρίζουν επίσης τις κοινωνικές συνθήκες και τα πολιτικά γεγονότα της εποχής στην οποία γράφτηκαν, απέναντι στα οποία οι άνθρωποι της εποχής παίρνουν μια θέση και εκφράζονται.
Ως προς τα εκφραστικά μέσα, είναι χαρακτηριστικό ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι ένα βιβλίο γραμμένο σε τρεις γλώσσες: τα αρχαιότερα κείμενα είναι γραμμένα στα εβραϊκά, τα κείμενα που προέρχονται από την περσική περίοδο (επί Βαβυλώνιας Αιχμαλωσίας, 597-538 π.Χ., και μέχρι το 332) είναι γραμμένα στα αραμαϊκά (επειδή στην περσική περίοδο η κυρίαρχη γλώσσα ήταν τα αραμαϊκά), και κείμενα τα οποία είναι μεταγενέστερα των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι γραμμένα στα ελληνικά.
[10:18-21:36 | 11΄]
Υπάρχει διαφορά στον τρόπο έκφρασης ενός ανατολίτη και ενός δυτικού ανθρώπου, πολύ σημαντική διαφορά, την οποία θα πρέπει να την έχει κανείς πάντοτε υπόψη του, όταν προσπαθεί να προσεγγίσει ένα κείμενο τόσο παλιό όσο τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης. Μιλάμε για κείμενα τα οποία απέχουν από την δική μας εποχή 2000-3000 χρόνια. Αυτό είναι το ένα στοιχείο που πρέπει να έχει κανείς υπόψη του Το δεύτερο είναι η σημαντική πολιτισμική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης όταν λέμε Δύση εννοούμε βεβαίως την περιοχή της Ελλάδας , τα παράλια της Ιωνίας κττ. Η βασική διαφορά ξεκινάει καταρχήν από τα από το θέμα της γλώσσας: πχ, η εβραϊκή γλώσσα δεν έχει επίθετα, δεν έχει αφηρημένες έννοιες, ή, αν έχει κάποιες αφηρημένες έννοιες, ο Εβραίος, ο Αραμαίους, ο Σύρος, ο Αιγύπτιος, όταν μιλάει αποφεύγει τις αφηρημένες έννοιες, προτιμάει να μιλάει με συγκεκριμένα ουσιαστικά, στα οποία μπορεί και να προσδίδει και μια αφηρημένη έννοια. Πχ, όταν θέλει να πει δύναμη λέει κέρατο, γιατί ο ταύρος είναι το πιο δυνατό ζώο της περιοχής, το κέρατο είναι το σύμβολο της δύναμής του, επομένως, όταν θέλει να πει ο Εβραίος ότι ο Θεός μου με έκανε δυνατό, λέει «ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου». Αν αυτό το μεταφράσουμε κατά λέξη, είναι σαν να λέμε ότι «ο Θεός μεγάλωσε το κέρατό μου»… αλλά αυτό στην πραγματικότητα σημαίνει ότι ο Θεός με έκανε δυνατό! Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, όταν προσεγγίζουμε τα κείμενα αυτά.
Ο ανατολίτης, σε αντίθεση με το δυτικό άνθρωπο της εποχής, και αυτό είναι επίσης πάρα πολύ σημαντικό, όταν θέλει να περιγράψει κάτι, όταν θέλει να ορίσει κάτι, αφηγείται μια ιστορία, σε αντίθεση με τον δυτικό άνθρωπο, ο οποίος σου δίνει έναν ορισμό: αν ρωτήσεις έναν Έλληνα φιλόσοφο τι είναι φιλία, θα σου πει φερειπείν ότι «η φιλία είναι η στενή σύνδεση μεταξύ δύο ανθρώπων, που καθορίζεται από την αλληλοεκτίμηση, την αγάπη, τον σεβασμό» - θα χρησιμοποιήσει μια σειρά από αφηρημένες έννοιες. Αν ρωτήσεις τον ανατολίτη τι είναι φιλία, θα σου πει: «Άκου: ήταν μια φορά δύο φίλοι και ο ένας βρέθηκε σε δύσκολη θέση και πήγε στον φίλο του που τον βοήθησε… ». Μέσα από τα γεγονότα αυτής της ιστορίας, που δεν είναι ιστορία με την κυριολεκτική σημασία του όρου, αλλά μια αφήγηση, προκύπτουν τα χαρακτηριστικά της φιλίας, τα οποία ο Έλληνας φιλόσοφος θα τα έδινε με έναν ορισμό. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, όταν προσπαθούμε να περιγράψουμε ιδιαίτερα αφηρημένες έννοιες, και αυτό το αντιμετώπισε σε πολύ έντονο βαθμό η Χριστιανική Εκκλησία, όταν, ξεκινώντας από την Παλαιστίνη, άρχισε να διαδίδεται προς τα δυτικά, προς τον ρωμαϊκό κόσμο.
Πολλοί λένε ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι η μυθολογία των Εβραίων και προχωράνε ένα βήμα παραπάνω και λένε: γιατί να την διδασκόμαστε στα σχολεία μας, όταν έχουμε την θαυμάσια ελληνική μυθολογία; Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε κανείς ως ένα βαθμό, όχι να το δικαιολογήσει, αλλά να εξηγήσει γιατί κάποιοι άνθρωποι σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο. Η εξήγηση είναι απλή: οφείλεται σε αυτό ακριβώς το οποίο είπα νωρίτερα: ότι στην Παλαιά Διαθήκη μέσα, και γενικά στη Βίβλο (και στην Καινή Διαθήκη), δεν θα βρούμε ποτέ έναν ορισμό του Θεού, δεν θα βρούμε ποτέ έναν ορισμό του τι είναι αλήθεια κτλ. Όλα προκύπτουν μέσα από περιγραφές. Έτσι δημιουργείται μια εντύπωση ότι έχουμε να κάνουμε με περιγραφές ιστορικών γεγονότων, χωρίς να μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα στο τι είναι τρόπος έκφρασης και το τι είναι πραγματικό γεγονός.
Η διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου είναι ακριβώς αυτό το οποίο λέγαμε. Πρόκειται ακριβώς για μια προσπάθεια να απαντήσει ο συγγραφέας στο ερώτημα: τι νόημα έχει ο κόσμος. Σε όλα τα αρχαία κείμενα της εποχής, ήδη από την 2η π.Χ. χιλιετία, όπου έχουμε γνωστά ολοκληρωμένα κείμενα, θα δούμε πάρα πολλές αφηγήσεις για το πώς προέκυψε ο κόσμος, οι οποίες είναι όλες η μία διαφορετική από την άλλη. Και μέσα στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε δύο διαφορετικές αφηγήσεις για τη δημιουργία του κόσμου: έχουμε μία αφήγηση στο Α΄ κεφάλαιο της Γενέσεως, που λέει ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα σε 7 μέρες μέσα από διαδοχικές εμφανίσεις του Θεού, ενώ Β’ κεφάλαιο έχουμε μια διαφορετική αφήγηση, όπου τα πράγματα γίνονται διαφορετικά από ό,τι στην πρώτη αφήγηση. Δημιουργείται έτσι ένα πρόβλημα για μας και για τον τρόπο με τον οποίο εμείς σκεφτόμαστε: γιατί εμείς έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε πως, όταν διαβάζω μια αφήγηση, το ερώτημα μου είναι αν έγιναν πράγματι έτσι τα πράγματα. Όταν ο αρχαίος άνθρωπος αφηγείται ιστορίες για την δημιουργία, δεν το κάνει για να απαντήσει στο ερώτημα πώς έγινε ο κόσμος και, ακριβώς επειδή δεν είναι αυτό το ερώτημα, δεν δημιουργείται κάποια σύγκρουση - μπορεί να έγινε και έτσι, μπορεί να έγινε και αλλιώς. Κάθε αφήγηση έχει έναν συγκεκριμένο στόχο. Η αφήγηση για τη δημιουργία, παραδείγματος χάρη, που υπάρχει Α΄ κεφάλαιο της Γενέσεως, έχει έναν πολύ συγκεκριμένο θεολογικό στόχο: το ερώτημα που αντιμετωπίζουν οι Εβραίοι αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα (597-538 π.Χ.) είναι: ποιος είναι μεγαλύτερος Θεός… αφού ο Θεός ήταν δικός μας, αφού είμαστε ο λαός του Θεού… πώς ο Θεός επέτρεψε να υποταχτούμε στους Βαβυλώνιους… μήπως ο Θεός των Βαβυλωνίων είναι ισχυρότερος από τον δικό μας Θεό; Η απάντηση που δίνει η Α΄ αφήγηση είναι: όχι απλώς δεν είναι ο Μαρδούκ, ο Θεός των Βαβυλωνίων, δυνατότερος από τον δικό μας Θεό… δεν υπάρχουν καν άλλοι θεοί! Και αυτό το κείμενο το πετυχαίνει με μιαν αφήγηση η οποία προχωράει σταδιακά τη δημιουργία, έτσι ώστε κάθε τι που προκύπτει να μην μπορεί να αξιώσει ότι είναι Θεός [απολυτοσ μονοθεϊσμοσ].
Δύο παραδείγματα θα αναφέρω:
1. Το
πρώτο δημιούργημα του Θεού: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς». Δημιουργείται το φως
- δεν συζητάει από πού προέρχεται το φως,
δεν τον ενδιαφέρει. «Καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦσκότους». Ποιος έκανε το σκοτάδι; Πού ήταν το σκοτάδι; Όλα αυτά τα λογικά ερωτήματα
δεν τον ενδιαφέρουν τον συντάκτη του κειμένου. Αυτό που τον ενδιαφέρει να πει
ότι το πρώτο πράγμα που δημιουργεί Θεός είναι ο χρόνος: εναλλαγή φωτός
και σκότους σημαίνει χρόνος. Και κλείνει η πρώτη μέρα της δημιουργίας με την
επισήμανση «καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα μία». Αυτή ήταν η πρώτη
μέρα. Πώς την μετράει; Δεν υπάρχει ήλιος, δεν υπάρχει κάτι για να
το μετρήσει. Αυτονόητα δεν τον ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες, όπως θα έκανε ένας φυσικός
επιστήμονας, να ρωτήσει από πού είναι το φως. Ούτε τον ενδιαφέρει τι
έγινε πρώτα και τι ύστερα, όπως θα έκανε ένας ιστορικός, και
αν πράγματι έγιναν έτσι τα γεγονότα. Αυτό που τον ενδιαφέρει να πει είναι ότι
το πρώτο πράγμα που κάνει ο Θεός είναι ο χρόνος. Και αφού ο χρόνος
δημιουργείται από τον Θεό, και ό,τι θα ακολουθήσει δημιουργείται μέσα σε
συγκεκριμένο χρόνο (για αυτό αριθμεί: πρώτη μέρα, δεύτερη μέρα, τρίτη μέρα κτλ.),
άρα όλα έχουν μια αρχή. Και ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, άρα
δεν μπορεί να είναι θεός! [διακριση κτιστου-ακτιστου]
2. Τη
δημιουργία του ήλιου και της σελήνης την τοποθετεί την 4η
μέρα της δημιουργίας, στη μέση: ούτε στην αρχή, όπως θα έκανε για κάτι πάρα
πολύ σημαντικό, ούτε στο τέλος, όπως θα έκανε επίσης για κάτι πάρα πολύ
σημαντικό. Και, το πιο σημαντικό, δεν χρησιμοποιεί ούτε τη λέξη ήλιος
ούτε τη λέξη σελήνη: «Καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους,τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰςτῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας». Για να ξεχωρίζουν οι καιροί, να μπορούμε να
αναγνωρίζουμε τις εποχές, τις γιορτές, τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια… Και
αυτό το επαναλαμβάνει δύο φορές: δηλαδή, ενώ για όλα τα δημιουργήματα
είπε έγιναν, φτιάχνει τον ήλιο και τη σελήνη και περιγράφει δύο φορές,
σε ένα τόσο μικρό κείμενο, αφιερώνει τόσους πολλούς τύπους για να περιγράψει τι
ακριβώς κάνουν αυτά τα δύο ουράνια σώματα και δεν χρησιμοποιεί τα ονόματά τους.
Γιατί το όνομα του ήλιου στα εβραϊκά είναι το ίδιο με το όνομα με το
όνομα του Θεού Ήλιου στα βαβυλωνιακά (Shamash). Δεν αναφέρει
καθόλου το όνομα κάποιας θεότητας. Είναι προσεκτικός ο συγγραφέας, έτσι ώστε να
μην δημιουργήσει σύγχυση στους αναγνώστες του: έφτιαξε ένα μεγάλο φως, το οποίο
κάνει αυτή τη δουλειά, και ένα μικρότερο φως για τη νύχτα, να φωτίζει να
βλέπουμε και να μπορούμε να ξέρουμε πότε αρχίζει και πότε τελειώνει ο μήνας κοκ.
Αν το δει κανείς από αυτή την άποψη, έχουμε ένα πραγματικά επαναστατικό κείμενο,
με την έννοια ότι στη Βαβυλώνα, όπου η αστρολογία, οι ιερείς οι οποίοι
ασχολούνται με τις κινήσεις των πλανητών κτλ. είναι σε πλήρη άνθιση, έρχεται
ένας Εβραίος και λέει: κοιτάξτε να δείτε, δεν είναι και τίποτα το σημαντικό
αυτά…
[Βλ. κ. τις σχετικές παρατηρήσεις του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη (8:39-10:04)]
3. Το
ίδιο ακριβώς κάνει και για τα φυτά. Όταν έρχεται στο πώς
δημιουργούνται τα φυτά, λέει τα φυτά γεννιούνται από την γη, κάθε ένα από
αυτά έχει καρπούς, μέσα στους καρπούς υπάρχουν σπέρματα, τα σπέρματα αυτά
φέρουν τα χαρακτηριστικά του είδους του κάθε φυτού και από αυτά τα σπέρματα
προκύπτουν στη συνέχεια καινούργια φυτά. Γιατί το κάνει αυτό; Γιατί υπάρχει
εκτεταμένη δένδρολατρεία στη Χαναάν.
Επομένως, το πρώτο κείμενο, αυτό που υπάρχει στο Α΄ κεφάλαιο
της Γενέσεως μέχρι και τους πρώτους 4 στίχους του Β΄ κεφαλαίου,
δεν έχει στόχο είναι να μας πει πώς έγινε ο κόσμος, αλλά να μας πει ότι δεν
υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μπορεί να έχει αξιώσεις να λατρεύεται ως
θεότητα [κτισιολογια].
Άρα, η Παλαιά Διαθήκη δεν είναι ούτε ιστορικό βιβλίο ούτε επιστημονικό, πιο πολύ θεολογεί. Για αυτό και δεν ταιριάζει ο όρος μυθολογία των Εβραίων. Η μυθολογία περιγράφει κάποια πράγματα τα οποία συνέβησαν εκτός τόπου και χρόνου. Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ότι το πρώτο πράγμα ξεκινάει με τη δημιουργία του χρόνου.
[Βλ. κ. τις σχετικές παρατηρήσεις του αρχιμ. Ιακώβου Κανάκη (10:05-11:21)]
Αυτό που τον ενδιαφέρει
είναι να περιγράψει, μέσα από τις διάφορες επιμέρους αφηγήσεις, να περιγράψει
την πορεία των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτό που ενδιαφέρει
κυρίως τον βιβλικό συγγραφέα είναι να εξηγήσει πώς προήλθε το κακό στον
κόσμο. Άρα, οι βιβλικές ιστορίες μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα χαλί πάνω
στο οποίο πάνω στο οποίο περιγράφεται η πορεία των σχέσεων του Θεού με τον
άνθρωπο και αιτιολογείται η ανάγκη για τη νέα επέμβαση του Θεού, η οποία
έρχεται στην Καινή Διαθήκη [χριστολογια και σωτηριολογια]. Στόχος της
αφήγησης για τη δημιουργία του ανθρώπου είναι να καταδειχθεί το πώς, με ευθύνη
του ίδιου του ανθρώπου, εισέρχεται το κακό στον κόσμο, με αποτέλεσμα να
καθίσταται αναγκαία η επέμβασή του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία,
προκειμένου να προετοιμαστεί η ανθρωπότητα για να αποδεχθεί τη σωτηρία της που
θα φέρει ο Ιησούς Χριστός.
[48:31-49:54 | 2΄]
Οι έξι ημέρες της δημιουργίας [Ἑξαήμερος] σημαίνουν ακριβώς την προοδευτικότητα στην δημιουργία, ότι τα πράγματα προέκυψαν όλα μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Για τον Εβραίο ο χρόνος παίζει πολύ μεγάλη σημασία, σε αντίθεση με τον Έλληνα. Για τον Έλληνα το κέντρο βάρους πέφτει στην ουσία των πραγμάτων, στο τι είναι κάτι. Για τον Εβραίο αυτό που μετράει είναι ο χρόνος: γι’ αυτό ο Εβραίος έχει μιαν αντίληψη του χρόνου η οποία πηγαίνει από ένα σημείο α και καταλήγει σε ένα σημείο β, γι’ αυτό μπορεί να μιλάει για έσχατα, μπορεί να μιλάει για τέλος του χρόνου. Η ιστορία βρίσκεται σε πρώτο επίπεδο, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι το πώς προχωράει η ιστορία, στην οποία βεβαίως πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο Θεός, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο άνθρωπος ανταποκρίνεται στις προ(σ)κλήσεις του. Αντίθετα, για τον Έλληνα ο χρόνος είναι εντελώς αδιάφορος, γυρίζει κυκλικά, «ουδέν καινόν υπό τον ήλιον», τα πάντα έρχονται και χάνονται ξανά, χωρίς σκοπό (προτεραιοτητα ιστοριας έναντι προτεραιοτητας ουσιας).