Επιστήμη, Φιλοσοφία, Θεολογία στα σχολικά βιβλία του Λυκείου

Σχέσεις πίστης και επιστήμης

Καταρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν υπάρχει θέμα αντίθεσης ή σύγκρουσης μεταξύ τους. Πίστη και επιστήμη είναι δυο μεγάλα πνευματικά μεγέθη αλληλοσυμπληρούμενα και όχι αλληλοαποκλειόμενα. Είναι δυο εκδηλώσεις του ανθρώπινου πνεύματος που κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα.

Επιστήμη και θρησκεία έχουν αυτόνομες περιοχές ενδιαφερόντων και έρευνας∙ ανταποκρίνονται σε διαφορετικές αξιολογικές ροπές και ανάγκες της ενιαίας ανθρώπινης ύπαρξης. Η επιστήμη ερευνά τα μυστήρια της δημιουργίας, ασχολείται με το επιστητό, ενώ η θρησκεία ασχολείται με το μυστήριο του Δημιουργού, το υπεραισθητό. Είναι δύο κύκλοι εφαπτόμενοι ή και τεμνόμενοι, αλλ' όχι ταυτιζόμενοι ή συγκρουόμενοι. Επομένως, η σχέση πίστης και επιστήμης δεν μπορεί να είναι αντιθετική ή εχθρική, αλλά διαλεκτική. Κι αυτό γιατί έχουν κοινή αφετηρία την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και ουσιαστικά στοχεύουν στην κατάκτηση της αλήθειας και την εξασφάλιση της ευτυχίας του. Κρίνονται όμως, μαζί ή χωριστά, από το κατά πόσον οδηγούν τον άνθρωπο στον εξανθρωπισμό του ή στον απανθρωπισμό του.

Όταν η καθεμιά περιορίζεται στον χώρο της αρμοδιότητάς της, δεν υπάρχει θέμα σύγκρουσης ή αντίθεσης. Αν παλαιότερα παρουσιάστηκαν κάποιες περιπτώσεις αντιπαράθεσης, αυτό οφείλεται σε ιδεολογικές προκαταλήψεις ορισμένων επιστημόνων, οι οποίοι υπερέβησαν τα όρια της επιστήμης και ασχολήθηκαν με υπερφυσικά ζητήματα. Άλλοι πάλι στην περίοδο του Διαφωτισμού θεοποίησαν το λογικό, ενώ άλλοι απέρριψαν εκ των προτέρων ό,τι σχετίζεται με θέματα μεταφυσικής. Πιθανόν επίσης κάποιοι χριστιανοί να αντιμετώπισαν με δυσπιστία και καχυποψία τις επιστημονικές θεωρίες και ανακαλύψεις, νομίζοντας ότι κινδυνεύει η πίστη τους.

Με όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η πίστη και η επιστήμη δε συγκρούονται, γιατί:

  1. Η επιστήμη ερευνά τον αισθητό, το φυσικό κόσμο, ενώ η θρησκεία «περιγράφει» τον υπεραισθητό, τον υπερφυσικό κόσμο.
  2. Η επιστήμη ερευνά το πώς έγινε ο κόσμος καθώς και τους φυσικούς νόμους που ρυθμίζουν τη λειτουργία του, ενώ η θρησκεία ασχολείται με το ποιος και γιατί δημιούργησε τον κόσμο. Εφόσον απαντούν σε διαφορετικά ερωτήματα, επόμενο είναι ότι δε δικαιολογείται αντίθεση ή σύγκρουση, αλλά μάλλον συνεργασία.
👉 Βιβλίο Θρησκευτικών Β΄ Λυκείου (22-0265), σελ. 20-21, με ορισμένες τροποποιήσεις.


Δημιουργία του κόσμου: Επιστήμη και θεολογία

Η αλήθεια του ανθρώπου συνδέεται αδιάρρηκτα με την υπόλοιπη υλική κτίση. Η αλήθεια αυτή θεμελιώνεται στο ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό στο τέλος της Δημιουργίας και αφού είχε προηγηθεί η δημιουργία του υλικού κόσμου και όλου του ζωικού βασιλείου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα γνωστικά συστήματα ο άνθρωπος εμφανίζεται πριν δημιουργηθεί ο υλικός και ο ζωικός κόσμος. Στην Αγία Γραφή συμβαίνει το αντίστροφο. Αυτό δηλώνει την εξάρτηση του ανθρώπου από όλη την προηγουμένη δημιουργία και ιδιαίτερα από το ζωικό βασίλειο.

Η θεωρία της εξελίξεως, και εδώ άπτομαι ίσως ευαισθησιών, κανένα πρόβλημα δεν παρουσιάζει για τη θεολογία από την άποψη αυτή. Αντίθετα είναι ευπρόσδεκτη κατά το ότι αποδεικνύει ότι ο άνθρωπος είναι άρρηκτα δεμένος με την υπόλοιπη υλική κτίση, καθώς και κατά το ότι η νοημοσύνη για την οποία τόσο πολύ καυχάται και με την οποία καθυποτάσσει και εκμεταλλεύεται την υλική κτίση, δεν αποτελεί αποκλειστικό ιδίωμα του ανθρώπου αλλά μόνο διαφορά βαθμού, όχι είδους, από τα ζώα, όπως παρατήρησε ο Δαρβίνος. Η θεωρία της εξελίξεως στη σοβαρή και όχι στη γελοιοποιημένη εκδοχή της, καταγωγή από τον πίθηκο κ.λπ., αναφέρεται όχι στο ποιος αλλά στο πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος. Και μόνο η σύγχυση των δύο αυτών ερωτημάτων, όπως συμβαίνει σε μια φονταμενταλιστική προσέγγιση της γραφής, μπορεί να αποτελέσει απειλή για τη χριστιανική πίστη. Μια προσεκτική μελέτη των ομιλιών του Μ. Βασιλείου στην «Εξαήμερο» πείθει περί της εξελικτικής δημιουργίας των ειδών. Θεολογία και βιολογία δεν έχουν λόγο να αντιδικούν στο ζήτημα αυτό. 

👉 Βιβλίο Θρησκευτικών Γ΄ Λυκείου (22-0266), σελ. 8, με ορισμένες τροποποιήσεις.


Από το βιβλίο του Φερνάντο Σαμπατέρ (2003): Οι ερωτήσεις της ζωής, σελ. 21.

Σήμερα οι επιστήμες φιλοδοξούν να μας εξηγήσουν πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος γύρω μας και πώς λειτουργεί, ενώ η φιλοσοφία ενδιαφέρεται κυρίως για τη σημασία που έχει ο κόσμος για μάς [το νόημα του κόσμου μας]. Η επιστήμη, για οποιοδήποτε θέμα κι αν μιλήσει, υιοθετεί την απρόσωπη οπτική γωνία (ακόμα κι όταν ερευνά τον ίδιο τον άνθρωπο!), ενώ η φιλοσοφία έχει πάντοτε υπόψη της ότι η γνώση έχει αναγκαστικά ένα υποκείμενο: τον άνθρωπο-πρωταγωνιστή. Η επιστήμη επιδιώκει να γνωρίσει αυτό που υπάρχει κι αυτό που συμβαίνει. Η φιλοσοφία μελετά το πώς μας επηρεάζει αυτό που υπάρχει κι αυτό που γνωρίζουμε ότι συμβαίνει. […] Η επιστήμη αναζητεί γνώσεις και όχι απλές εικασίες. Η φιλοσοφία θέλει να μάθει τη σημασία [το νόημα] που έχουν για μας οι γνώσεις μας στο σύνολό τους, και μάλιστα αν είναι γνώσεις πραγματικές ή μεταμφιεσμένη άγνοια! Γιατί η φιλοσοφία συνηθίζει να προβληματίζεται για ζητήματα που οι επιστήμονες (και φυσικά και ο απλός κόσμος) θεωρούν δεδομένα ή προφανή [ή εκτός των ενδιαφερόντων τους]».

👉 Βιβλίο Αρχές Φιλοσοφίας της Β΄ Λυκείου (22-0154),  σελ. 22.



Από διάφορα σημεία του βιβλίου Αρχές Φιλοσοφίας της Β΄ Λυκείου (με μικρές τροποποιήσεις).

«Η επιστήμη ψάχνει να ανακαλύψει την αλήθεια για το πώς είναι ο κόσμος» [σελ. 42].

«Το εμπειρικό υλικό που προέρχεται από τη μελέτη των φαινομένων πρέπει να υποβάλλεται σε πνευματικό έλεγχο και να αξιοποιείται. Με άλλα λόγια, το πρώτο αυτό υλικό δεν μπορεί να είναι το τέρμα της επιστημονικής αναζήτησης. Η υπέρμετρη προσκόλληση στα φαινόμενα μπορεί να αποδειχτεί επιφανειακή και να μην οδηγεί στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων και των νόμων που τα διέπουν» [σελ. 45-46].

«Τη λέξη “επιστήμη” τη χρησιμοποιούμε καθημερινά με έναν πολύ πιο ευρύ τρόπο, που περιλαμβάνει και τις λεγόμενες “ανθρωπιστικές” και “κοινωνικέςεπιστήμες. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι παραπάνω γνωστικές δραστηριότητες δεν πρέπει να αποκαλούνται “επιστήμες”, γιατί δε δίνουν “έγκυρη” γνώση, όπως αυτή δηλαδή που δίνει η φυσική επιστήμη» [σελ. 95].

«Υπάρχουν ερωτήματα που δεν είναι “εσωτερικά” της επιστήμης. Δεν μπορούν να απαντηθούν “μέσα” από την επιστήμη και με τις μεθόδους της επιστήμης. Ας δούμε μία σημαντική περίπτωση. Μία συγκεκριμένη επιστήμη θα εξετάσει ένα συγκεκριμένο φαινόμενο που ανήκει στη δικαιοδοσία της και θα το εξηγήσει παρουσιάζοντας την αιτία ή τις αιτίες του, δηλαδή θα επιδιώξει να δώσει μια “αιτιακή εξήγηση”. Κάθε όμως αιτιακή εξήγηση προϋποθέτει την “αρχή της αιτιότητας”, που μας λέει ότι κάθε γεγονός ή φαινόμενο έχει την αιτία του. Από πού όμως αυτή η αρχή αντλεί το κύρος ή την αλήθεια της; Η ίδια η επιστήμη δεν μπορεί να αποδείξει, να εξηγήσει δηλαδή την αρχή της αιτιότητας. Απλώς την προϋποθέτει. Η αρχή της αιτιότητας βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο από αυτό της επιστήμης, βρίσκεται δηλαδή στο επίπεδο της φιλοσοφίας της επιστήμης. Μάλιστα, αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα του επιπέδου αυτού» [σελ. 96-97].

«Επιστημονική είναι η θεωρία που επιτρέπει τον εμπειρικό της έλεγχο: Έλεγχος και πείραμα είναι ταυτόσημες έννοιες στον χώρο της επιστημονικής έρευνας. Η διάκριση επομένως της επιστημονικής θεωρίας από άλλου είδους θεωρήσεις εξαρτάται κατ’ αρχήν από τη δυνατότητα της επιστημονικής θεωρίας να ελεγχθεί μέσω πειραμάτων» [σελ. 99].

«Προτού φτάσει κανείς στο αφηρημένο ερώτημα “τι είναι το ον;”, έχει αντιμετωπίσει (σιωπηρά) απλούστερα ερωτήματα της καθημερινής ζωής όπως: “τι σχήμα έχει το τραπέζι μπροστά μου;” ή “από πόσα κομμάτια αποτελείται μια κινητή σκάλα;” ή “πώς κατά κανόνα συμπεριφέρεται μια γάτα;”. Τα ερωτήματα αυτά, που αφορούν συγκεκριμένα όντα, δεν είναι μεταφυσικά και τις περισσότερες φορές μπορούν να απαντηθούν εύκολα μέσα από την εμπειρία μας. Όσο όμως τα ερωτήματα για το “τι είναι το ον” γίνονται πιο γενικά, τόσο η αντίληψή μας γι’ αυτά τα πράγματα γίνεται προβληματική - και η απλή εμπειρία ή η επιστήμη φαίνεται να μην μπορούν να δώσουν απάντηση» [σελ. 117].

«Ωστόσο, εκτός από τη μεταφυσική, και η φυσική επιστήμη ασχολείται με γενικές ερωτήσεις και προσπαθεί να δώσει μια γενική εικόνα του κόσμου. Ανακαλύπτει νόμους και κατασκευάζει θεωρίες, για να εξηγήσει τα φαινόμενα και να μας πει τι είναι ο κόσμος. Επιπλέον, ειδικά η σύγχρονη φυσική επιστήμη έχει αποκτήσει τέτοια εξηγητική δύναμη, ώστε άλλες επιστήμες - όπως, λόγου χάριν, η βιολογία - να μπορούν να “μεταφραστούν” με όρους της φυσικής επιστήμης. Υπάρχουν μερικοί που πιστεύουν ότι η επιστήμη έχει τη δυνατότητα να απαντήσει σε όλα τα γενικά ερωτήματα» [σελ. 118].

«Η μεταφυσική επιδιώκει μια συνολική θεώρηση της πραγματικότητας και επιχειρεί να συλλάβει τη βαθύτερη υφή της, πέρα από τα φυσικά φαινόμενα. Έτσι, τα προβλήματά της ξεφεύγουν από τα όρια της εμπειρικής, επιστημονικής έρευνας, ενώ ορισμένοι επικριτές της θεωρούν τα προβλήματα αυτά ψευδοπροβλήματα και την ενασχόληση μαζί τους μάταιη» [σελ. 139].

«Μια πρώτη αμφισβήτηση της πεποίθησης για διαρκή πρόοδο βασισμένη στην επιστήμη και την τεχνολογία ήλθε στις 6 Αυγούστου του 1945, όταν έπεσε η πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα. Μήπως η επιστήμη και η τεχνολογία δεν είναι πλέον μέσα για τη βελτίωση της ζωής του ανθρώπου, αλλά οδηγούν στην ολοκληρωτική καταστροφή του; Οι αμφιβολίες αυτές για τον ρόλο της επιστήμης και της τεχνολογίας έγιναν πιο έντονες τις επόμενες δεκαετίες. Τι θα γίνει με τα πυρηνικά οπλοστάσια των υπερδυνάμεων; Πού μας οδηγεί η σύγχρονη γενετική; Πώς θα σώσουμε το περιβάλλον μας που καταστρέφεται από τον τεχνικό πολιτισμό; Όλα αυτά είναι τεράστια ερωτήματα, που δεν αφορούν μόνο συγκεκριμένους λαούς ή κοινωνίες αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Τέτοια παγκόσμια προβλήματα, που είναι ικανά να αφανίσουν τον άνθρωπο, αλλά και όλη τη ζωή από τον πλανήτη, αντιμετωπίζει για πρώτη φορά η ανθρωπότητα» [σελ. 237].

«Θετικισμός. Ως γνωσιολογικός όρος ο θετικισμός δηλώνει τη σχολή εκείνη που δέχεται ότι η πραγματική γνώση παρέχεται μόνο από τις επιστήμες και ειδικότερα τις φυσικές. Είναι η τάση να περιοριστεί η φιλοσοφία στην πραγματική εμπειρία, στα θετικά δεδομένα, και να απομακρυνθεί από γενικές μεταφυσικές έννοιες και προβλήματα για τις αρχές όλων των πραγμάτων. Ο θετικισμός παρουσιάστηκε ως ιδιαίτερο φιλοσοφικό ρεύμα μέσα από το έργο του Ογκύστ Κοντ » [σελ. 280].

«Φυσιοκρατία. Η φιλοσοφική θέση σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα και οι ιδιότητές τους ανήκουν στον φυσικό κόσμο και δεν υπάρχει κάποια υπερφυσική/υπερβατική πραγματικότητα. Νόμιμες είναι μόνο εκείνες οι εξηγήσεις που ανάγονται σε τελευταία ανάλυση στις εξηγήσεις των φυσικών επιστημών. Η θέση αυτή είναι στενά συνδεδεμένη με αυτό που παλαιότερα ονομαζόταν υλισμός. Ο φυσικαλισμός παρουσιάζεται ως ακραία μορφή υλισμού, που επιδιώκει την αναγωγή όλων των φαινομένων σε φαινόμενα τα οποία μελετούν οι φυσικές επιστήμες» [σελ. 286].


Post popolari in questo blog

Απαλλαγή από φιλολογικό μάθημα σε Γυμνάσιο της Ιταλίας

Η παραβολή της τελικής κρίσης